- Ἑρμοκράτη
- Ἑρμοκράτηςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Ἑρμοκράτηςmasc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
τεμενίτης — Οικισμός κοντά στις αρχαίες Συρακούσες, προάστιο ουσιαστικά της αρχαίας πόλης, όπου βρισκόταν ο ναός του Τεμενίτη Απόλλωνα. Τον οικισμό αυτό οι Συρακούσιοι τον περιέλαβαν, με εισήγηση του στρατηγού Ερμοκράτη, στο τείχος της πόλης. Ο Τ.… … Dictionary of Greek
Αθηναγόρας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Συρακούσιος, που έζησε την εποχή της εκστρατείας των Αθηναίων εναντίον της Σικελίας (415 π.Χ.). Όταν έφτασαν οι πρώτες ειδήσεις για την εκστρατεία αυτή στις Συρακούσες, οι κάτοικοι δεν πίστεψαν τον Ερμοκράτη του… … Dictionary of Greek
Ερμόλαος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας που καταγόταν από τη Νικομήδεια. Όταν ο Μαξιμιανός διέταξε την πυρπόληση του χριστιανικού ναού της Νικομήδειας, ο Ε. κατόρθωσε να διασωθεί. Αργότερα όμως αποκεφαλίστηκε μαζί με τους ιερείς… … Dictionary of Greek